- ἐπιείκειαν
- ἐπιείκειαreasonablenessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοικειώ — ἐνοικειῶ, όω, (Α) [ενοίκειος] 1. κάνω κάτι οικείο, εισάγω κάτι ως κοινωνικό δεσμό («τὴν ἐπιείκειαν τοῑς ἀνθρώποις ἐνοικειοῡν», Διόδ. Σικ.) 2. παθ. εισδύω, υπεισέρχομαι 3. παθ. είμαι ή γίνομαι συγγενής … Dictionary of Greek
επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος … Dictionary of Greek